- νηφαλίου
- νηφάλιοςunmixed with winemasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηφαλιότητα — η η πνευματική κατάσταση του νηφάλιου, το να έχει κανείς καθαρό μυαλό, ξεκάθαρη σκέψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)